- λόγισις
- λόγισις, ἡ (Α) [λογίζομαι]λογισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόγισις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσει — λόγισις fem nom/voc/acc dual (attic epic) λογίσεϊ , λόγισις fem dat sg (epic) λόγισις fem dat sg (attic ionic) λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσηι — λόγισις fem dat sg (epic) λογίσῃ , λογίζομαι count aor subj mp 2nd sg λογίσῃ , λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγισι — λόγισις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίσῃ — λογίσηι , λόγισις fem dat sg (epic) λογίζομαι count aor subj mp 2nd sg λογίζομαι count fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)